- ἐπακουστός
- -ός,-όν A 0-0-0-0-1=1 1 Ezr 4,12obeyed
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
επακουστός — ἐπακουστός, όν (AM) αυτός που πρέπει να τόν ακούει κανείς με προσοχή … Dictionary of Greek
ἐπακουστός — to be listened to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακουστά — ἐπακουστός to be listened to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)